Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσημότης
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσθματικός
View word page
ἀσθενής
without strength, weak, feeble, weakly

ShortDef

without strength, weak, feeble, weakly

Debugging

Headword:
ἀσθενής
Headword (normalized):
ἀσθενής
Headword (normalized/stripped):
ασθενης
IDX:
14093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14094
Key:

Data

{'content': 'without strength, weak, feeble, weakly'}