Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσημος
ἀσημότης
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
View word page
ἀσθένημα
weakness, ailment

ShortDef

weakness, ailment

Debugging

Headword:
ἀσθένημα
Headword (normalized):
ἀσθένημα
Headword (normalized/stripped):
ασθενημα
IDX:
14092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14093
Key:

Data

{'content': 'weakness, ailment'}