Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
ἀσθένεια
ἀσθενέω
ἀσθένημα
ἀσθενής
ἀσθενικός
ἀσθενοποιέω
ἀσθενοποιός
ἀσθενόρριζος
ἀσθενόψυχος
ἀσθενόω
ἀσθένωσις
View word page
ἀσθένεια
want of strength, weakness, feebleness, sickliness

ShortDef

want of strength, weakness, feebleness, sickliness

Debugging

Headword:
ἀσθένεια
Headword (normalized):
ἀσθένεια
Headword (normalized/stripped):
ασθενεια
IDX:
14090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14091
Key:

Data

{'content': 'want of strength, weakness, feebleness, sickliness'}