Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
ἀσέληνος
ἀσέλινος
ἀσεμνολόγητος
ἄσεμνος
ἄσεπτος
ἄση
ἀσήμαντος
ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσημωνία
ἄσηπτος
ἀσηρής
ἀσηρός
ἄσηρος
ἄσηστος
View word page
ἀσήμαντρος
without seal

ShortDef

without seal

Debugging

Headword:
ἀσήμαντρος
Headword (normalized):
ἀσήμαντρος
Headword (normalized/stripped):
ασημαντρος
IDX:
14079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14080
Key:

Data

{'content': 'without seal'}