Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
ἀσέληνος
ἀσέλινος
ἀσεμνολόγητος
ἄσεμνος
ἄσεπτος
ἄση
ἀσήμαντος
ἀσήμαντρος
ἀσημείωτος
ἀσημοκλέπτης
ἄσημος
ἀσημότης
ἀσημωνία
View word page
ἀσεμνολόγητος
not solemnly extolled

ShortDef

not solemnly extolled

Debugging

Headword:
ἀσεμνολόγητος
Headword (normalized):
ἀσεμνολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ασεμνολογητος
IDX:
14074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14075
Key:

Data

{'content': 'not solemnly extolled'}