Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
ἀσέληνος
ἀσέλινος
ἀσεμνολόγητος
ἄσεμνος
ἄσεπτος
View word page
ἀσέλγεια
licentiousness

ShortDef

licentiousness

Debugging

Headword:
ἀσέλγεια
Headword (normalized):
ἀσέλγεια
Headword (normalized/stripped):
ασελγεια
IDX:
14066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14067
Key:

Data

{'content': 'licentiousness'}