Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
ἀσέληνος
ἀσέλινος
ἀσεμνολόγητος
View word page
ἄσειστος
unshaken

ShortDef

unshaken

Debugging

Headword:
ἄσειστος
Headword (normalized):
ἄσειστος
Headword (normalized/stripped):
ασειστος
IDX:
14064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14065
Key:

Data

{'content': 'unshaken'}