Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
ἀσέληνος
View word page
ἄσειρος
without trace
ShortDef
without trace
Debugging
Headword:
ἄσειρος
Headword (normalized):
ἄσειρος
Headword (normalized/stripped):
ασειρος
IDX:
14062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14063
Key:
Data
{'content': 'without trace'}