Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
ἀσελγοποιός
View word page
ἀσεβής
ungodly, godless, unholy, profane
ShortDef
ungodly, godless, unholy, profane
Debugging
Headword:
ἀσεβής
Headword (normalized):
ἀσεβής
Headword (normalized/stripped):
ασεβης
IDX:
14061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14062
Key:
Data
{'content': 'ungodly, godless, unholy, profane'}