Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
ἀσελγόκερως
ἀσελγομανέω
View word page
ἀσέβημα
an impious or profane act

ShortDef

an impious or profane act

Debugging

Headword:
ἀσέβημα
Headword (normalized):
ἀσέβημα
Headword (normalized/stripped):
ασεβημα
IDX:
14060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14061
Key:

Data

{'content': 'an impious or profane act'}