Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
ἀσέλγημα
ἀσελγής
View word page
ἀσέβεια
ungodliness, impiety, profaneness
ShortDef
ungodliness, impiety, profaneness
Debugging
Headword:
ἀσέβεια
Headword (normalized):
ἀσέβεια
Headword (normalized/stripped):
ασεβεια
IDX:
14058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14059
Key:
Data
{'content': 'ungodliness, impiety, profaneness'}