Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
ἀσελγαίνω
ἀσέλγεια
View word page
ἀσβολώδης
sooty
ShortDef
sooty
Debugging
Headword:
ἀσβολώδης
Headword (normalized):
ἀσβολώδης
Headword (normalized/stripped):
ασβολωδης
IDX:
14056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14057
Key:
Data
{'content': 'sooty'}