Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
ἀσείρωτος
ἄσειστος
View word page
ἄσβολος
soot

ShortDef

soot

Debugging

Headword:
ἄσβολος
Headword (normalized):
ἄσβολος
Headword (normalized/stripped):
ασβολος
IDX:
14054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14055
Key:

Data

{'content': 'soot'}