Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
ἄσειρος
View word page
ἀσβολαίνεται
fuscatur
ShortDef
fuscatur
Debugging
Headword:
ἀσβολαίνεται
Headword (normalized):
ἀσβολαίνεται
Headword (normalized/stripped):
ασβολαινεται
IDX:
14052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14053
Key:
Data
{'content': 'fuscatur'}