Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσάρωτος
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
ἀσεβέω
ἀσέβημα
ἀσεβής
View word page
ἀσβέστωσις
plastering

ShortDef

plastering

Debugging

Headword:
ἀσβέστωσις
Headword (normalized):
ἀσβέστωσις
Headword (normalized/stripped):
ασβεστωσις
IDX:
14051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14052
Key:

Data

{'content': 'plastering'}