Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄσαρκος
ἀσαρκώδης
ἄσαρον
ἀσάρωτος
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
Ἀσδρούβας
ἀσέβεια
View word page
ἀσβεστήριοι
plasterers
ShortDef
plasterers
Debugging
Headword:
ἀσβεστήριοι
Headword (normalized):
ἀσβεστήριοι
Headword (normalized/stripped):
ασβεστηριοι
IDX:
14048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14049
Key:
Data
{'content': 'plasterers'}