Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσαρκής
ἀσαρκία
ἄσαρκος
ἀσαρκώδης
ἄσαρον
ἀσάρωτος
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
ἀσβολόω
ἀσβολώδης
View word page
ἀσαφής
indistinct

ShortDef

indistinct

Debugging

Headword:
ἀσαφής
Headword (normalized):
ἀσαφής
Headword (normalized/stripped):
ασαφης
IDX:
14046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14047
Key:

Data

{'content': 'indistinct'}