Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσαρίτης
ἀσαρκέω
ἀσαρκής
ἀσαρκία
ἄσαρκος
ἀσαρκώδης
ἄσαρον
ἀσάρωτος
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
ἀσβέστινον
ἄσβεστος
ἀσβέστωσις
ἀσβολαίνεται
ἀσβολοποιός
ἄσβολος
View word page
ἀσαφηνής
obscure (prob. read βάρβαρα σαφηνῆ)

ShortDef

obscure (prob. read βάρβαρα σαφηνῆ)

Debugging

Headword:
ἀσαφηνής
Headword (normalized):
ἀσαφηνής
Headword (normalized/stripped):
ασαφηνης
IDX:
14044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14045
Key:

Data

{'content': 'obscure (prob. read βάρβαρα σαφηνῆ)'}