Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναῦται
ἀείνηστις
ἀειπάθεια
ἀειπαθής
View word page
ἄειλος
unsunned

ShortDef

unsunned

Debugging

Headword:
ἄειλος
Headword (normalized):
ἄειλος
Headword (normalized/stripped):
αειλος
IDX:
1403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1404
Key:

Data

{'content': 'unsunned'}