Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
ἀσαπής
ἀσαρίτης
ἀσαρκέω
ἀσαρκής
ἀσαρκία
ἄσαρκος
ἀσαρκώδης
ἄσαρον
ἀσάρωτος
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
ἀσάω
ἀσβεστήριοι
View word page
ἄσαρκος
without flesh, lean

ShortDef

without flesh, lean

Debugging

Headword:
ἄσαρκος
Headword (normalized):
ἄσαρκος
Headword (normalized/stripped):
ασαρκος
IDX:
14038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14039
Key:

Data

{'content': 'without flesh, lean'}