Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
ἀσαπής
ἀσαρίτης
ἀσαρκέω
ἀσαρκής
ἀσαρκία
ἄσαρκος
ἀσαρκώδης
ἄσαρον
ἀσάρωτος
ἄσατο
ἀσάφεια
ἀσαφηνής
ἀσαφήνιστος
ἀσαφής
View word page
ἀσαρκής
not fleshly

ShortDef

not fleshly

Debugging

Headword:
ἀσαρκής
Headword (normalized):
ἀσαρκής
Headword (normalized/stripped):
ασαρκης
IDX:
14036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14037
Key:

Data

{'content': 'not fleshly'}