Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
ἀσαπής
ἀσαρίτης
ἀσαρκέω
ἀσαρκής
ἀσαρκία
ἄσαρκος
ἀσαρκώδης
View word page
ἀσάνδαλος
unsandalled, unshod

ShortDef

unsandalled, unshod

Debugging

Headword:
ἀσάνδαλος
Headword (normalized):
ἀσάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
ασανδαλος
IDX:
14029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14030
Key:

Data

{'content': 'unsandalled, unshod'}