Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναῦται
ἀείνηστις
ἀειπάθεια
View word page
ἀειλογία
a continual talking

ShortDef

a continual talking

Debugging

Headword:
ἀειλογία
Headword (normalized):
ἀειλογία
Headword (normalized/stripped):
αειλογια
IDX:
1402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1403
Key:

Data

{'content': 'a continual talking'}