Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
ἀσαπής
ἀσαρίτης
ἀσαρκέω
ἀσαρκής
View word page
ἀσαλής
unthinking, careless

ShortDef

unthinking, careless

Debugging

Headword:
ἀσαλής
Headword (normalized):
ἀσαλής
Headword (normalized/stripped):
ασαλης
IDX:
14026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14027
Key:

Data

{'content': 'unthinking, careless'}