Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
ἀσαπής
ἀσαρίτης
ἀσαρκέω
View word page
ἀσάλευτος
not agitated, tranquil

ShortDef

not agitated, tranquil

Debugging

Headword:
ἀσάλευτος
Headword (normalized):
ἀσάλευτος
Headword (normalized/stripped):
ασαλευτος
IDX:
14025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14026
Key:

Data

{'content': 'not agitated, tranquil'}