Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
ἀσαπής
ἀσαρίτης
View word page
ἀσάλεια
carelessness

ShortDef

carelessness

Debugging

Headword:
ἀσάλεια
Headword (normalized):
ἀσάλεια
Headword (normalized/stripped):
ασαλεια
IDX:
14024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14025
Key:

Data

{'content': 'carelessness'}