Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
ἀσάομαι
View word page
ἄσακτος
not trodden down

ShortDef

not trodden down

Debugging

Headword:
ἄσακτος
Headword (normalized):
ἄσακτος
Headword (normalized/stripped):
ασακτος
IDX:
14022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14023
Key:

Data

{'content': 'not trodden down'}