Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
ἄσαντος
View word page
Ἀσαῖος
Asaeus
ShortDef
Asaeus
Debugging
Headword:
Ἀσαῖος
Headword (normalized):
ἀσαῖος
Headword (normalized/stripped):
ασαιος
IDX:
14021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14022
Key:
Data
{'content': 'Asaeus'}