Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
Ἄσανος
View word page
ἀσαίνων
[lexical cite]

ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
ἀσαίνων
Headword (normalized):
ἀσαίνων
Headword (normalized/stripped):
ασαινων
IDX:
14020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14021
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}