Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
ἀσάνδαλος
View word page
ἆς
as long as

ShortDef

as long as

Debugging

Headword:
ἆς
Headword (normalized):
ἆς
Headword (normalized/stripped):
ας
IDX:
14019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14020
Key:

Data

{'content': 'as long as'}