Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
ἀσάμινθος
View word page
ἀρωματώδης
likespice, spicy

ShortDef

likespice, spicy

Debugging

Headword:
ἀρωματώδης
Headword (normalized):
ἀρωματώδης
Headword (normalized/stripped):
αρωματωδης
IDX:
14018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14019
Key:

Data

{'content': 'likespice, spicy'}