Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχώνης
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
ἀσάλευτος
ἀσαλής
ἀσάλπικτος
View word page
ἀρωματοφόρος
spice-bearing

ShortDef

spice-bearing

Debugging

Headword:
ἀρωματοφόρος
Headword (normalized):
ἀρωματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αρωματοφορος
IDX:
14017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14018
Key:

Data

{'content': 'spice-bearing'}