Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρχων
Ἄρχων
ἀρχωνέω
ἀρχώνης
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
ἀσάλεια
View word page
ἀρωματικός
aromatic

ShortDef

aromatic

Debugging

Headword:
ἀρωματικός
Headword (normalized):
ἀρωματικός
Headword (normalized/stripped):
αρωματικος
IDX:
14014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14015
Key:

Data

{'content': 'aromatic'}