Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχῳδός
ἄρχων
Ἄρχων
ἀρχωνέω
ἀρχώνης
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
Ἀσαῖος
ἄσακτος
ἀσαλαμίνιος
View word page
ἀρωματίζω
spice

ShortDef

spice

Debugging

Headword:
ἀρωματίζω
Headword (normalized):
ἀρωματίζω
Headword (normalized/stripped):
αρωματιζω
IDX:
14013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14014
Key:

Data

{'content': 'spice'}