Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρχύτειος
Ἀρχύτης
ἄρχω
ἀρχῳδός
ἄρχων
Ἄρχων
ἀρχωνέω
ἀρχώνης
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
ἆς
ἀσαίνων
View word page
ἀρωγός
aiding, succouring, propitious, serviceable
ShortDef
aiding, succouring, propitious, serviceable
Debugging
Headword:
ἀρωγός
Headword (normalized):
ἀρωγός
Headword (normalized/stripped):
αρωγος
IDX:
14010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14011
Key:
Data
{'content': 'aiding, succouring, propitious, serviceable'}