Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμνημόνευτος
ἀειμνήμων
ἀείμνηστος
ἀειναῦται
View word page
ἀείλλω
wheedle, cajole

ShortDef

wheedle, cajole

Debugging

Headword:
ἀείλλω
Headword (normalized):
ἀείλλω
Headword (normalized/stripped):
αειλλω
IDX:
1400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1401
Key:

Data

{'content': 'wheedle, cajole'}