Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρχοστάσιος
ἀρχοστάται
Ἀρχύτειος
Ἀρχύτης
ἄρχω
ἀρχῳδός
ἄρχων
Ἄρχων
ἀρχωνέω
ἀρχώνης
ἀρωγή
ἀρωγοναύτης
ἀρωγός
ἄρωμα
ἄρωμα2
ἀρωματίζω
ἀρωματικός
ἀρωματιστέον
ἀρωματοπώλης
ἀρωματοφόρος
ἀρωματώδης
View word page
ἀρωγή
help, aid, succour, protection
ShortDef
help, aid, succour, protection
Debugging
Headword:
ἀρωγή
Headword (normalized):
ἀρωγή
Headword (normalized/stripped):
αρωγη
IDX:
14008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14009
Key:
Data
{'content': 'help, aid, succour, protection'}