Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἁβροσταγής
ἁβροσύνη
ἁβρόσφυρος
ἀβροτάζω
ἁβρότας
ἁβρότης
View word page
ἁβροπενθής
mourning effeminately (LSJ supp)

ShortDef

mourning effeminately (LSJ supp)

Debugging

Headword:
ἁβροπενθής
Headword (normalized):
ἁβροπενθής
Headword (normalized/stripped):
αβροπενθης
IDX:
139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-140
Key:

Data

{'content': 'mourning effeminately (LSJ supp)'}