Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιφυλακέω
ἀρχιφυλακία
ἀρχιφυλακίτης
ἀρχιφύλαξ
ἀρχιφύλαρχος
ἀρχίφυλος
ἀρχίχορος
ἀρχογλυπτάδης
ἀρχοειδής
ἀρχοινόχοος
ἀρχολίπαρος
ἀρχοντεύω
ἀρχοντιάω
ἀρχοντικός
ἀρχός
ἀρχοστάσιος
ἀρχοστάται
Ἀρχύτειος
Ἀρχύτης
ἄρχω
ἀρχῳδός
View word page
ἀρχολίπαρος
grasping at office

ShortDef

grasping at office

Debugging

Headword:
ἀρχολίπαρος
Headword (normalized):
ἀρχολίπαρος
Headword (normalized/stripped):
αρχολιπαρος
IDX:
13993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13994
Key:

Data

{'content': 'grasping at office'}