Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
ἀρχιφερεκίτης
ἀρχίφιλος
ἀρχιφρουρέω
ἀρχίφρουρος
ἀρχιφυλακέω
ἀρχιφυλακία
ἀρχιφυλακίτης
ἀρχιφύλαξ
ἀρχιφύλαρχος
ἀρχίφυλος
ἀρχίχορος
ἀρχογλυπτάδης
ἀρχοειδής
ἀρχοινόχοος
ἀρχολίπαρος
View word page
ἀρχιφυλακέω
hold office of ἀρχιφύλαξ

ShortDef

hold office of ἀρχιφύλαξ

Debugging

Headword:
ἀρχιφυλακέω
Headword (normalized):
ἀρχιφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
αρχιφυλακεω
IDX:
13983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13984
Key:

Data

{'content': 'hold office of ἀρχιφύλαξ'}