Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειθρύλητος
ἀείκαρπος
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀεικινησία
ἀεικίνητος
ἀείκλαυτος
ἀείκωμος
ἀείλαλος
ἀειλαμπής
ἀείλλω
ἀειλογέω
ἀειλογία
ἄειλος
ἀείμαργος
ἀειμεριστός
ἀειμετάβλητος
ἀειμνημόνευτος
View word page
ἀείκωμος
continually revelling

ShortDef

continually revelling

Debugging

Headword:
ἀείκωμος
Headword (normalized):
ἀείκωμος
Headword (normalized/stripped):
αεικωμος
IDX:
1397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1398
Key:

Data

{'content': 'continually revelling'}