Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτόνημα
ἀρχιτεκτονία
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
ἀρχιφερεκίτης
ἀρχίφιλος
ἀρχιφρουρέω
ἀρχίφρουρος
ἀρχιφυλακέω
ἀρχιφυλακία
ἀρχιφυλακίτης
ἀρχιφύλαξ
ἀρχιφύλαρχος
View word page
ἀρχιυπασπιστής
chief of the men at arms

ShortDef

chief of the men at arms

Debugging

Headword:
ἀρχιυπασπιστής
Headword (normalized):
ἀρχιυπασπιστής
Headword (normalized/stripped):
αρχιυπασπιστης
IDX:
13977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13978
Key:

Data

{'content': 'chief of the men at arms'}