Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχισυνάγωγος
ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτόνημα
ἀρχιτεκτονία
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
ἀρχιφερεκίτης
ἀρχίφιλος
ἀρχιφρουρέω
ἀρχίφρουρος
ἀρχιφυλακέω
ἀρχιφυλακία
ἀρχιφυλακίτης
View word page
ἀρχιτελώνης
a chief toll-collector, chief-publican

ShortDef

a chief toll-collector, chief-publican

Debugging

Headword:
ἀρχιτελώνης
Headword (normalized):
ἀρχιτελώνης
Headword (normalized/stripped):
αρχιτελωνης
IDX:
13975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13976
Key:

Data

{'content': 'a chief toll-collector, chief-publican'}