Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιστράτηγος
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτόνημα
ἀρχιτεκτονία
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
ἀρχιφερεκίτης
ἀρχίφιλος
ἀρχιφρουρέω
ἀρχίφρουρος
ἀρχιφυλακέω
ἀρχιφυλακία
View word page
ἀρχιτέκτων
a chief-artificer, master-builder, director of works, architect, engineer

ShortDef

a chief-artificer, master-builder, director of works, architect, engineer

Debugging

Headword:
ἀρχιτέκτων
Headword (normalized):
ἀρχιτέκτων
Headword (normalized/stripped):
αρχιτεκτων
IDX:
13974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13975
Key:

Data

{'content': 'a chief-artificer, master-builder, director of works, architect, engineer'}