Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιραβδοῦχος
ἀρχισιτοποιός
ἀρχισκηπτοῦχος
ἀρχιστάτωρ
ἀρχιστράτηγος
ἀρχισυνάγωγος
ἀρχισωματοφύλαξ
ἀρχιταβλάριος
ἀρχιτεκτονεύμα
ἀρχιτεκτονέω
ἀρχιτεκτόνημα
ἀρχιτεκτονία
ἀρχιτεκτονικός
ἀρχιτεκτοσύνη
ἀρχιτέκτων
ἀρχιτελώνης
ἀρχιτρίκλινος
ἀρχιυπασπιστής
ἀρχιυπηρέτης
ἀρχιφερεκίτης
ἀρχίφιλος
View word page
ἀρχιτεκτόνημα
stroke of art, artifice

ShortDef

stroke of art, artifice

Debugging

Headword:
ἀρχιτεκτόνημα
Headword (normalized):
ἀρχιτεκτόνημα
Headword (normalized/stripped):
αρχιτεκτονημα
IDX:
13970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13971
Key:

Data

{'content': 'stroke of art, artifice'}