Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
ἀρχιπροστάτης
ἀρχιπροφήτης
ἀρχιπρύτανις
ἀρχιραβδοῦχος
ἀρχισιτοποιός
ἀρχισκηπτοῦχος
View word page
ἀρχιποίμην
a chief shepherd

ShortDef

a chief shepherd

Debugging

Headword:
ἀρχιποίμην
Headword (normalized):
ἀρχιποίμην
Headword (normalized/stripped):
αρχιποιμην
IDX:
13952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13953
Key:

Data

{'content': 'a chief shepherd'}