Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
ἀρχιπροστάτης
ἀρχιπροφήτης
ἀρχιπρύτανις
View word page
ἀρχιπεδιοφύλαξ
chief of field-guards

ShortDef

chief of field-guards

Debugging

Headword:
ἀρχιπεδιοφύλαξ
Headword (normalized):
ἀρχιπεδιοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
αρχιπεδιοφυλαξ
IDX:
13949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13950
Key:

Data

{'content': 'chief of field-guards'}