Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειρατής
ἀρχίπλανος
ἀρχιποίμην
ἀρχιπολιάρχέω
ἀρχιπρεσβευτής
ἀρχιπρόβουλος
ἀρχιπροστατέω
View word page
ἀρχιπάρθενος
chief among virgins

ShortDef

chief among virgins

Debugging

Headword:
ἀρχιπάρθενος
Headword (normalized):
ἀρχιπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
αρχιπαρθενος
IDX:
13946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13947
Key:

Data

{'content': 'chief among virgins'}