Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
ἀρχιπειρατής
View word page
ἀρχινεωποιός
chief of νεωποιοί

ShortDef

chief of νεωποιοί

Debugging

Headword:
ἀρχινεωποιός
Headword (normalized):
ἀρχινεωποιός
Headword (normalized/stripped):
αρχινεωποιος
IDX:
13940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13941
Key:

Data

{'content': 'chief of νεωποιοί'}