Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρχιμάγειρος
ἀρχίμαγος
ἀρχιμανδρίτης
ἀρχιμάχιμος
ἀρχιμηχανικός
ἀρχίμιμος
ἀρχιμύστης
ἀρχινακορέω
ἀρχιναυφύλαξ
ἀρχινεανίσκος
ἀρχινεωκόρος
ἀρχινεωποιός
ἀρχινυκτοφύλαξ
ἀρχιοινοχοεία
ἀρχιοινοχόος
ἀρχιονηλάτης
ἀρχιπαραφύλαξ
ἀρχιπάρθενος
ἀρχιπαστοφόρος
ἀρχιπατριώτης
ἀρχιπεδιοφύλαξ
View word page
ἀρχινεωκόρος
chief of νεωκόροι

ShortDef

chief of νεωκόροι

Debugging

Headword:
ἀρχινεωκόρος
Headword (normalized):
ἀρχινεωκόρος
Headword (normalized/stripped):
αρχινεωκορος
IDX:
13939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13940
Key:

Data

{'content': 'chief of νεωκόροι'}